τόκος - traducción al Inglés
Display virtual keyboard interface

τόκος - traducción al Inglés


τόκος         
interest, usance
bank interest      
τραπεζικός τόκος
bank rate         
προεξοφλητικός τόκος

Wikipedia

Τόκος
Τόκος είναι η αποζημίωση σε χρήματα που είναι υποχρεωμένος να δώσει ο οφειλέτης στο δανειστή για ορισμένη ποσότητα χρηματικού δανείου που πήρε για συγκεκριμένη χρονική περίοδο. Οι οικονομολόγοι συχνά αναφέρονται στον τόκο ως αμοιβή για τη χρησιμοποίηση χρηματικού κεφαλαίου, ή ως τιμή με την οποία χρεώνεται η χρήση κεφαλαίου.